- ἐξωτέρᾳ
- ἐξωτέρᾱͅ , ἐξώτεροςmore outsidefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξωτέρα — ἐξωτέρᾱ , ἐξώτερος more outside fem nom/voc/acc dual ἐξωτέρᾱ , ἐξώτερος more outside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώτερα — ἐξώτερος more outside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέρας — ἐξωτέρᾱς , ἐξώτερος more outside fem acc pl ἐξωτέρᾱς , ἐξώτερος more outside fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτέραν — ἐξωτέρᾱν , ἐξώτερος more outside fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώτερον — το (Μ ἐξώτερος, α, ον) φρ. «τὸ πῡρ τὸ ἐξώτερον» η κόλαση μσν. 1. αυτός που βρίσκεται έξω έξω 2. ο μη συγγενής, ο ξένος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐξωτέρα η εξωτερική στοά, καμάρα ναού … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek